υπερθέρμανση

υπερθέρμανση
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερθερμαίνω, θέρμανση που υπερβαίνει το κανονικό ή το επιτρεπτό όριο
2. (μεταλλ.) υπέρμετρη θέρμανση μετάλλου ή κράματος, χωρίς αυτό να υποστεί μερική ή ολική τήξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθερμαίνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερθέρμανσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερθέρμανση — η η υπερβολική θέρμανση ενός μετάλλου ή κράματος, δίχως γενική ή μερική τήξη, ερυθροπύρωση: Η υπερθέρμανση θα βλάψει τη μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκκαυσις — ἔκκαυσις, η (AM) λάμψη μσν. υπερθέρμανση αρχ. 1. καύση, πυράκτωση 2. θέρμανση τού σώματος 3. θέρμανση λουτρού 4. ηλίαση …   Dictionary of Greek

  • βραχυκύκλωμα — Η σύνδεση των πόλων μιας ηλεκτρικής πηγής, υπολογίσιμης διαφοράς δυναμικού, με αγωγό αμελητέας ηλεκτρικής αντίστασης. Η λέξη έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και περιγράφει την αύξηση της έντασης του ρεύματος σε μια ηλεκτρική συσκευή ή εγκατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • θερμόπλησις — θερμόπλησις, ἡ (Μ) [θερμοπλώ] νόσος τών ίππων η οποία οφείλεται σε υπερθέρμανση τών οπλών τους …   Dictionary of Greek

  • καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… …   Dictionary of Greek

  • λευκοπύρωση — η φυσ. πυράκτωση μετάλλου με υπερθέρμανση, ωσότου αυτό αποκτήσει λευκό σχεδόν χρώμα («θερμοκρασία λευκοπύρωσης» υψηλή θερμοκρασία στην οποία ένα μέταλλο αποκτά λευκό χρώμα όταν υποβάλλεται σ αυτήν). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοπυρῶ. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • πλατυσμάτιο — το / πλατυσμάτιον, ΝΑ [πλάτυσμα] νεοελλ. (θερμοδυν.) πλατύ μεταλλικό στέλεχος, κατασκευασμένο από εύτηκτο κράμα το οποίο κατά την υπερθέρμανση ενός λέβητα τήκεται και επιτρέπει τη διαφυγή τού ατμού στην ελεύθερη ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα την… …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… …   Dictionary of Greek

  • ψυγείο — Bλ. λ. ηλεκτρικές οικιακές συσκευές. * * * το / ψυγεῑον, ΝΑ νεοελλ. 1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα 2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”